Κότο

Κότο
(Kotto). Ποταμός (640 χλμ.) της Κεντροαφρικανικής Δημοκρατίας. Πηγάζει από τις ανατολικές πλαγιές του όρους Τζέμπελ Μελά, στα σύνορα με το Σουδάν. Η ροή του έχει νοτιοδυτική κατεύθυνση, στην πορεία της οποίας δέχεται τα νερά των ποταμών Πίπι και Μπούνγκου και συμβάλλει τελικά στον ποταμό Ουμπάνγκι. Είναι πλωτός μόνο στο κατώτατο τμήμα του. Σχηματίζει καταρράκτες και διατρέχει δύο περιοχές, που ονομάστηκαν από αυτόν Άνω και Κάτω Κ.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Κεντροαφρικανική Δημοκρατία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Κεντρικής Αφρικής Παλαιότερες ονομασίες: Oυμπανγκί Σαρί (έως το 1960) / Κεντροαφρικανική Αυτοκρατορία (1976 79) Έκταση: 622.984 τ. χλμ. Πληθυσμός: 3.986.400 κάτ. (2003) Πρωτεύουσα: Μπανγκί (669.800 κάτ. το… …   Dictionary of Greek

  • καραβόπουλο(ν) — καραβόπουλο(ν), τὸ (Μ) μικρό πλοίο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάραβος + υποκορ. κατάλ. πουλο(ν) (< λατ. pullus «πώλος»), πρβλ. βασιλό πουλο, κοτό πουλο] …   Dictionary of Greek

  • κοκορόπουλο — το υποκορ. τού κόκορας. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόκορας + πουλο (< πουλος < λατ. pullus «νεοσσός, πῶλος»), πρβλ. αϊτό πουλο, κοτό πουλο] …   Dictionary of Greek

  • κορακόπουλο — το κόρακας μικρός στην ηλικία, μικρό κοράκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόρακας + πουλο (< λατ. pullus), πρβλ. κοτό πουλο, πριγκιπό πουλο] …   Dictionary of Greek

  • κουτσουλιά — και κοτσιλιά και κουτσιλιά, η το περίττωμα των πτηνών. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πιθ. < κότ (τ)υνα (τα) «σκύβαλα» (< κόττος «πετεινός») ή, κατ άλλους, < κοτο τσιλιά «περίττωμα κότας»] …   Dictionary of Greek

  • μαστορόπουλο — το 1. νεαρό άτομο που μαθαίνει μια τέχνη κοντά σε έναν μάστορα, βοηθός, παραγιός, μαθητευόμενος 2. (ιδίως για τους γύφτους) ο γιος τού μάστορα, τού σκηνίτη σιδηρουργού. [ΕΤΥΜΟΛ. < μάστορας + υποκορ. κατάλ. πουλο* (πρβλ. κοτό πουλο)] …   Dictionary of Greek

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • Παιόπλες — Φυλετική ομάδα των Παιόνων, που κατοικούσε στο Παγγαίο μεταξύ Μακεδονίας και Θράκης. Σύμφωνα με μαρτυρίες του Ηροδότου, ο Δαρείος, έστειλε τον στρατηγό του Μεγάβαζο στην Παιονία, ο οποίος αφού νίκησε τους Παίονες, κυρίευσε τις πόλεις τους και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”