Κεντροαφρικανική Δημοκρατία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Κεντρικής Αφρικής Παλαιότερες ονομασίες: Oυμπανγκί Σαρί (έως το 1960) / Κεντροαφρικανική Αυτοκρατορία (1976 79) Έκταση: 622.984 τ. χλμ. Πληθυσμός: 3.986.400 κάτ. (2003) Πρωτεύουσα: Μπανγκί (669.800 κάτ. το… … Dictionary of Greek
καραβόπουλο(ν) — καραβόπουλο(ν), τὸ (Μ) μικρό πλοίο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάραβος + υποκορ. κατάλ. πουλο(ν) (< λατ. pullus «πώλος»), πρβλ. βασιλό πουλο, κοτό πουλο] … Dictionary of Greek
κοκορόπουλο — το υποκορ. τού κόκορας. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόκορας + πουλο (< πουλος < λατ. pullus «νεοσσός, πῶλος»), πρβλ. αϊτό πουλο, κοτό πουλο] … Dictionary of Greek
κορακόπουλο — το κόρακας μικρός στην ηλικία, μικρό κοράκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόρακας + πουλο (< λατ. pullus), πρβλ. κοτό πουλο, πριγκιπό πουλο] … Dictionary of Greek
κουτσουλιά — και κοτσιλιά και κουτσιλιά, η το περίττωμα των πτηνών. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πιθ. < κότ (τ)υνα (τα) «σκύβαλα» (< κόττος «πετεινός») ή, κατ άλλους, < κοτο τσιλιά «περίττωμα κότας»] … Dictionary of Greek
μαστορόπουλο — το 1. νεαρό άτομο που μαθαίνει μια τέχνη κοντά σε έναν μάστορα, βοηθός, παραγιός, μαθητευόμενος 2. (ιδίως για τους γύφτους) ο γιος τού μάστορα, τού σκηνίτη σιδηρουργού. [ΕΤΥΜΟΛ. < μάστορας + υποκορ. κατάλ. πουλο* (πρβλ. κοτό πουλο)] … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
Παιόπλες — Φυλετική ομάδα των Παιόνων, που κατοικούσε στο Παγγαίο μεταξύ Μακεδονίας και Θράκης. Σύμφωνα με μαρτυρίες του Ηροδότου, ο Δαρείος, έστειλε τον στρατηγό του Μεγάβαζο στην Παιονία, ο οποίος αφού νίκησε τους Παίονες, κυρίευσε τις πόλεις τους και… … Dictionary of Greek